Μετάβαση στο περιεχόμενο

klin

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

klin (bs) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

klin (sr)

  • λατινική γραφή του клин



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
klin < πρωτοσλαβική *klinъ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /klîn/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

klin (sh) (κυριλλική γραφή: клин)

ενικόςπληθυντικός
ονομαστικήklinklinovi
γενικήklinaklinova
δοτικήklinuklinovima
αιτιατικήklinklinove
κλητικήklineklinovi
τοπικήklinuklinovima
οργανικήklinomklinovima