kwiaciarka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kwiaciarka kwiaciarki
γενική kwiaciarki kwiaciarek
δοτική kwiaciarce kwiaciarkom
αιτιατική kwiaciar kwiaciarki
οργανική kwiaciar kwiaciarkami
τοπική kwiaciarce kwiaciarkach
κλητική kwiaciarko kwiaciarki

Ετυμολογία [επεξεργασία]

kwiaciarka < kwiat

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

kwiaciarka (pl) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη kwiat