locha
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | locha | lochy |
γενική | lochy | loch |
δοτική | losze | lochom |
αιτιατική | lochę | lochy |
οργανική | lochą | lochami |
τοπική | losze | lochach |
κλητική | locho | lochy |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
locha (pl) θηλυκό
- θηλυκό γουρούνι, γουρούνα
- θηλυκό αγριογούρουνο