maciora

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική maciora maciory
γενική maciory macior
δοτική maciorze maciorom
αιτιατική maciorę maciory
οργανική maciorą maciorami
τοπική maciorze maciorach
κλητική macioro maciory

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

maciora (pl) θηλυκό

  1. θηλυκό γουρούνι, γουρούνα
  2. θηλυκό αγριογούρουνο

Συνώνυμα[επεξεργασία]