mandarynka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική mandarynka mandarynki
γενική mandarynki mandarynek
δοτική mandarynce mandarynkom
αιτιατική mandarynkę mandarynki
οργανική mandarynką mandarynkami
τοπική mandarynce mandarynkach
κλητική mandarynko mandarynki

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mandarynka (pl) θηλυκό

  1. το μανταρίνι
  2. η μανταρινιά

Συγγενικά

[επεξεργασία]