mandarynka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mandarynka | mandarynki |
γενική | mandarynki | mandarynek |
δοτική | mandarynce | mandarynkom |
αιτιατική | mandarynkę | mandarynki |
οργανική | mandarynką | mandarynkami |
τοπική | mandarynce | mandarynkach |
κλητική | mandarynko | mandarynki |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mandarynka (pl) θηλυκό
- το μανταρίνι
- η μανταρινιά