μανταρινιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μανταρινιά | οι | μανταρινιές |
γενική | της | μανταρινιάς | των | μανταρινιών |
αιτιατική | τη | μανταρινιά | τις | μανταρινιές |
κλητική | μανταρινιά | μανταρινιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μανταρινιά < μανταρίν(ι) + -ιά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μανταρινιά θηλυκό
- (φυτό) αειθαλές δέντρο (λατινικό όνομα Citrus reticulata) με αγκάθια και σκουροπράσινα λογχοειδή φύλλα· κατάγεται από την νοτιοανατολική Ασία και παράγει το μανταρίνι, φρούτο που μοιάζει πολύ με το πορτοκάλι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- μανδαρινέα (επίσημο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μανταρίνι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μανταρινιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)