mannequin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mannequin | mannequins |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mannequin (en)
- η κούκλα που ντύνεται με ρούχα και τοποθετείται σε βιτρίνα καταστήματος
- ↪ mannequins in a store window - κούκλες σε βιτρίνα καταστήματος
- συγκρίνετε με το manikin
- (παρωχημένο) το μανεκέν, το μοντέλο
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mannequin | mannequins |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mannequin (fr) αρσενικό