menstruacja

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική menstruacja menstruacje
γενική menstruacji menstruacji(/menstruacyj)
δοτική menstruacji menstruacjom
αιτιατική menstruac menstruacje
οργανική menstruac menstruacjami
τοπική menstruacji menstruacjach
κλητική menstruacjo menstruacje

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

menstruacja (pl) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]