methodus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- methodus < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική μέθοδος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
methodus (la) θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | methodus | methodī |
γενική | methodī | methodōrum |
δοτική | methodō | methodīs |
αιτιατική | methodum | methodōs |
κλητική | methode | methodī |
αφαιρετική | methodō | methodīs |
Πηγές[επεξεργασία]
- methodus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.