moon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

moon (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

moon (en)

  1. κινούμαι ή συμπεριφέρομαι ράθυμα ή αμέριμνα
  2. επιδεικνύω με προσβλητικό τρόπο τα οπίσθια
     συνώνυμα: to bare one's buttocks