moon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
moon (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
moon (en)
- κινούμαι ή συμπεριφέρομαι ράθυμα ή αμέριμνα
- επιδεικνύω με προσβλητικό τρόπο τα οπίσθια
- ≈ συνώνυμα: to bare one's buttocks