φεγγάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φεγγάρι | τα | φεγγάρια |
γενική | του | φεγγαριού | των | φεγγαριών |
αιτιατική | το | φεγγάρι | τα | φεγγάρια |
κλητική | φεγγάρι | φεγγάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φεγγάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φεγγάρι(ν) < φεγγάριον, υποκοριστικό του αρχαίου φέγγος [1][2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /feŋˈɡa.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φεγ‐γά‐ρι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φεγγάρι ουδέτερο
- (δορυφόρος) το ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από τη Γη
- (κατ’ επέκταση) το φως που προέρχεται από το φεγγάρι
- (δορυφόρος) δορυφόρος σε τροχιά γύρω από άλλο πλανήτη
- ⮡ Ο Άρης έχει δύο φεγγάρια: τον Φόβο και τον Δείμο.
- ένας σεληνιακός μήνας (περίπου 29 μέρες)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- (είμαι) με τα φεγγάρια μου, έχω τα φεγγάρια μου
- πάνε φεγγάρια που... δε σε είδα
Συγγενικά
[επεξεργασία]με φεγγαρ-, -φεγγαρ
- αλλαξοφεγγαριά
- ασημοφέγγαρο
- αφέγγαρος
- αχνοφέγγαρο
- μισοφέγγαρο
- ξεφεγγαρώνει
- φεγγαράδα
- φεγγαριάζομαι
- φεγγαριάρης
- φεγγάριασμα
- φεγγαριασμένος
- φεγγαριάτικο
- φεγγαριάτικος
- φεγγαρίσιος
- φεγγαροβραδιά
- φεγγαρογεμισιά
- φεγγαροκυρά
- φεγγαρόλουστος
- φεγγαρομαγουλάτος
- φεγγαρομέτωπος
- φεγγαροντυμένος
- φεγγαροπρόσωπος
- φεγγαροστολισμένος
- φεγγαροφώτιστος
- φεγγαρόφωτο
- φεγγαρόφωτος
- φεγγαροχτυπημένος
- Όροι με φεγγαρ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
→ και δείτε τις λέξεις φέγγω και φέγγος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- φεγγάρι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] το φεγγάρι της Γης
→ δείτε τη λέξη Σελήνη |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ φεγγάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ φεγγάρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φεγγάρι ουδέτερο
- άλλη μορφή του φεγγάριν → και δείτε τη λέξη φεγγάριον
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δορυφόροι (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)