φεγγάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Το φεγγάρι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φεγγάρι τα φεγγάρια
      γενική του φεγγαριού των φεγγαριών
    αιτιατική το φεγγάρι τα φεγγάρια
     κλητική φεγγάρι φεγγάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φεγγάρι < μεσαιωνική ελληνική φεγγάρι(ν) < φεγγάριον, υποκοριστικό του αρχαίου φέγγος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φεγγάρι ουδέτερο

  1. ουράνιο σώμα περιφερόμενο γύρω από τη Γη
  2. (κατʼ επέκταση) το φως που προέρχεται από το φεγγάρι
  3. (κατʼ επέκταση) δορυφόρος σε τροχιά γύρω από άλλο πλανήτη
  4. ένας σεληνιακός μήνας (περίπου 28 μέρες)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • έχει τα φεγγάρια του : κάνει λόξες, είναι ιδιότροπος
  • πάνε φεγγάρια που δεν σε είδα : πάει πολύς καιρός που δεν σε είδα

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

και

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]