φεγγάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φεγγάρι τα φεγγάρια
      γενική του φεγγαριού των φεγγαριών
    αιτιατική το φεγγάρι τα φεγγάρια
     κλητική φεγγάρι φεγγάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το φεγγάρι μας, η Σελήνη.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φεγγάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φεγγάρι(ν) < φεγγάριον, υποκοριστικό του αρχαίου φέγγος [1][2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /feŋˈɡa.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φεγ‐γά‐ρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φεγγάρι ουδέτερο

  1. (δορυφόρος) το ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από τη Γη
     συνώνυμα: η Σελήνη
  2. (κατ’ επέκταση) το φως που προέρχεται από το φεγγάρι
     συνώνυμα: φέγγος
  3. (δορυφόρος) δορυφόρος σε τροχιά γύρω από άλλο πλανήτη
    Ο Άρης έχει δύο φεγγάρια: τον Φόβο και τον Δείμο.
  4. ένας σεληνιακός μήνας (περίπου 29 μέρες)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

με φεγγαρ-, -φεγγαρ

→ και δείτε τις λέξεις φέγγω και φέγγος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. φεγγάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. φεγγάριΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φεγγάρι ουδέτερο