off-colour
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | off-colour |
συγκριτικός | more off-colour |
υπερθετικός | most off-colour |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
off-colour (en) (βρετανική γραφή)
- άσεμνος, ένα αστείο που οι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι αγενές, συνήθως επειδή είναι για το σεξ