on fire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

on fire < → δείτε τις λέξεις on και fire

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɒn faɪə(ɹ)/ (βρετανικό)

Επίθετο[επεξεργασία]

on fire (en)

  1. που καίγεται, που έχει τυλιχτεί στις φλόγες
    the house was on fire for three hours - το σπίτι καιγόταν για τρεις ώρες
     συνώνυμα: afire, aflame, alight, burning, flaming, going up in smoke, in flames
  2. (μεταφορικά) που έχει πάρει φωτιά, που έχει ρέντα
    the player has scored 25 points this game; he's on fire! - ο παίκτης έχει σκοράρει 25 πόντους σ'αυτό παιχνίδι· έχει ρέντα
     συνώνυμα: on a roll, on a tear