flaming
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
flaming < μετοχή ενεστώτα του ρήματος flame
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
flaming (en)
- φλεγόμενος, φλόγινος
- the Assyrians were the first empire to use flaming arrows - οι Ασσύριοι ήταν η πρώτη αυτοκρατορία που χρησιμοποίησε φλεγόμενα βέλη
- που έχει το χρώμα της φλόγας
- (ΗΒ) (αργκό) ρημάδι, (χυδαίο) γαμημένος
- put the flaming phone down and help me - άσε το ρημάδι το κινητό κάτω και έλα βοήθα με
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
flaming (en)
- η εφαρμογή φωτιάς σε μια περιοχή, το κάψιμο αυτής
- (διαδικτυακή αργκό) το κράξιμο, η εμπρηστική γλώσσα
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
flaming (en)