overpaid
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | overpaid |
συγκριτικός | more overpaid |
υπερθετικός | most overpaid |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌəʊ.vəˈpeɪd/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˌoʊ.vɚˈpeɪd/ (ΗΠΑ)
Επίθετο[επεξεργασία]
overpaid (en)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
overpaid (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- overpaid - Cambridge Dictionary online