own

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

own (en)

  • που ανήκει σε, δικός, ίδιος
    your own book - το δικό σου βιβλίο
    I shared a car with my brother, but now I have my own car!
    Μοιράστηκα ένα αυτοκίνητο με τον αδελφό μου, αλλά τώρα έχω το δικό μου αυτοκίνητο!
    with my own hands - με τα ίδια μου τα χέρια

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • my own - Cambridge Dictionary online

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας own
γ΄ ενικό ενεστώτα owns
αόριστος owned
παθητική μετοχή owned
ενεργητική μετοχή owning

own (en)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 383, 437. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ίδιος, κατέχω