own
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
own (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | own |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | owns |
αόριστος | owned |
παθητική μετοχή | owned |
ενεργητική μετοχή | owning |
own (en)
- έχω στην ιδιοκτησία μου