ozdoba
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ozdoba | ozdoby |
γενική | ozdoby | ozdób |
δοτική | ozdobie | ozdobom |
αιτιατική | ozdobę | ozdoby |
οργανική | ozdobą | ozdobami |
τοπική | ozdobie | ozdobach |
κλητική | ozdobo | ozdoby |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ozdoba (pl) θηλυκό