peto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

peto (es)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
peto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pet-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpe.toː/

peto (la) (petō3, petīvī, petītum, petĕre)

  1. ζητώ
  2. προσπαθώ, πηγαίνω, συναντώ
  3. επιδιώκω, στοχεύω
  4. παρακαλώ, ικετεύω


Οριστική Έγκλιση
Ενεστώτας Παρατατικός Μέλλοντας
peto petebam petam
petis petebas petes
petit petebat petet
petimus petebamus petemus
petitis petebatis petetis
petunt petebant petent