peto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
peto (es)
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- peto < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *pet-
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
peto (la) (petō3, petīvī, petītum, petĕre)
Κλίση[επεξεργασία]
Γ' συζυγία (peto, petivi, petitum, petere)
|