pianistka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pianistka | pianistki |
γενική | pianistki | pianistek |
δοτική | pianistce | pianistkom |
αιτιατική | pianistkę | pianistki |
οργανική | pianistką | pianistkami |
τοπική | pianistce | pianistkach |
κλητική | pianistko | pianistki |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
pianistka < pianista
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pianistka (pl) θηλυκό