prévôt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
prévôt prévôts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

prévôt (fr) αρσενικό

  1. κοσμήτορας
  2. (στρατιωτικός όρος) αξιωματικός της γαλλικής gendarmerie (χωροφυλακής) που ασκεί την εξουσία του σε ξένα εδάφη
  3. (θρησκεία) τίτλος ανώτατου αξιώματος ορισμένων θρησκευτικών ταγμάτων
  4. επιστάτης σε φυλακή που διαλέγεται ανάμεσα στους κρατούμενους· κρατούμενος, αρχηγός ενός κελιού