prévôt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
prévôt | prévôts |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]prévôt (fr) αρσενικό
- κοσμήτορας
- (στρατιωτικός όρος) αξιωματικός της γαλλικής gendarmerie (χωροφυλακής) που ασκεί την εξουσία του σε ξένα εδάφη
- (θρησκεία) τίτλος ανώτατου αξιώματος ορισμένων θρησκευτικών ταγμάτων
- επιστάτης σε φυλακή που διαλέγεται ανάμεσα στους κρατούμενους· κρατούμενος, αρχηγός ενός κελιού