praecox
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- praecox < prae + coquo < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *pekʷ- (μαγειρεύω)
Επίθετο[επεξεργασία]
praecox