pralka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pralka | pralki |
γενική | pralki | pralek |
δοτική | pralce | pralkom |
αιτιατική | pralkę | pralki |
οργανική | pralką | pralkami |
τοπική | pralce | pralkach |
κλητική | pralko | pralki |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]pralka < prać
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pralka (pl) θηλυκό
- το πλυντήριο
- włożyć / wrzucić coś do pralki, prać coś w pralce - βάζω / ρίχνω κάτι στο πλυντήριο, πλένω κάτι στο πλυντήριο