pralka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική pralka pralki
γενική pralki pralek
δοτική pralce pralkom
αιτιατική pralkę pralki
οργανική pralką pralkami
τοπική pralce pralkach
κλητική pralko pralki

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pralka < prać

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpralka/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pralka (pl) θηλυκό

  1. το πλυντήριο
    włożyć / wrzucić coś do pralki, prać coś w pralce - βάζω / ρίχνω κάτι στο πλυντήριο, πλένω κάτι στο πλυντήριο

Συγγενικά[επεξεργασία]