przyjemność

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική przyjemność przyjemności
γενική przyjemności przyjemności
δοτική przyjemności przyjemnościom
αιτιατική przyjemność przyjemności
οργανική przyjemnością przyjemnościami
τοπική przyjemności przyjemnościach
κλητική przyjemności przyjemności

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

przyjemność (pl) θηλυκό

  1. η απόλαυση, η ηδονή
  2. η ευχαρίστηση