purposefully

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός purposefully
συγκριτικός more purposefully
υπερθετικός most purposefully

Ετυμολογία [επεξεργασία]

purposefully < purposeful + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

purposefully (en)

  • επίτηδες, σκόπιμα
    a wardrobe purposefully made for this space - ντουλάπα επίτηδες καμωμένη γι΄ αυτό το χώρο
    I purposefully didn’t go to meet him.
    Σκόπιμα δεν πήγα να τον συναντήσω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intentionally

Πηγές[επεξεργασία]