quiver
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
quiver | quivers |
quiver (en)
- η τρεμούλα, το τρεμούλιασμα, το ρίγος· έντονη συγκίνηση που έχει επίδραση στο σώμα μου· ελαφριά κίνηση σε μέρος του σώματός μου
- ⮡ with a quiver in his voice - με μια τρεμούλα/με ένα τρεμούλιασμα στη φωνή του
- ⮡ quivers of excitement - ρίγη ενθουσιασμού
- (οπλισμός) η φαρέτρα
- ⮡ He took an arrow from the quiver and placed it in the bow.
- Έβγαλε ένα βέλος από τη φαρέτρα και το τοποθέτησε στο τόξο.
- ⮡ He took an arrow from the quiver and placed it in the bow.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | quiver |
γ΄ ενικό ενεστώτα | quivers |
αόριστος | quivered |
παθητική μετοχή | quivered |
ενεργητική μετοχή | quivering |