Μετάβαση στο περιεχόμενο

rapidly

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός rapidly
συγκριτικός more rapidly
υπερθετικός most rapidly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rapidly < rapid + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

rapidly (en)

  • γρήγορα, ραγδαία
      Don’t speak so rapidly.
    Μην μιλάς τόσο γρήγορα.
      I eat/drink rapidly.
    Τρώω/πίνω γρήγορα.
      Things are changing rapidly.
    Τα πράγματα αλλάζουν ραγδαία.
      Living standards improved rapidly during the post-war economic boom.
    Το βιοτικό επίπεδο βελτιώθηκε ραγδαία κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής οικονομικής άνθησης.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη quickly