rete
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]rete (eo)
- μέσω του διαδικτύου
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- rete < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(e)r-ĕ-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rete (la) ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rete | retia |
γενική | retis | retium |
δοτική | retī | retibus |
αιτιατική | rete | retia |
κλητική | rete | retia |
αφαιρετική | reti | retibus |