risqué

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός risqué
συγκριτικός more risqué
υπερθετικός most risqué

Επίθετο[επεξεργασία]

risqué (en)

  • σκαμπρόζικος, τολμηρός, μια παράσταση, ένα σχόλιο, ένα αστείο κτλ. που σοκάρει ελαφρώς τους ανθρώπους, συνήθως επειδή έχει να κάνει με το σεξ
    a risqué story - σκαμπρόζικη ιστορία
    a film with risqué scenes - ταινία με τολμηρές σκηνές
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obscene

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

risqué (fr)