rust
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rust (en)
- σκουριά
- χρώμα σκουριάς
- (μεταφορικά) αδράνεια, σκούριασμα
- οξείδωση
- διάβρωση
Ρήμα[επεξεργασία]
rust (en)
- σκουριάζω
- αποδυναμώνομαι από το καθισιό, την μη κινητικότητα, την μη δράση
- διαβιβρώσκω