Μετάβαση στο περιεχόμενο

rust

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rust (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η σκουριά
      Rust eats away at iron.
    Η σκουριά τρώει το σίδερο.
      The garden door has rust all over it.
    Η πόρτα του κήπου έπιασε σκουριά.
  2. το χρώμα σκουριάς

Σύνθετα

[επεξεργασία]
ενεστώτας rust
γ΄ ενικό ενεστώτα rusts
αόριστος rusted
παθητική μετοχή rusted
ενεργητική μετοχή rusting

rust (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • σκουριάζω
      It’s impossible for this safety valve to rust.
    Είναι αδύνατο να σκουριάσει αυτή η ασφαλιστική δικλίδα.
      Moisture rusts metals.
    Η υγρασία σκουριάζει τα μέταλλα.