καθισιό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καθισιό | τα | καθισιά |
γενική | του | καθισιού | των | καθισιών |
αιτιατική | το | καθισιό | τα | καθισιά |
κλητική | καθισιό | καθισιά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθισιό < κάθομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καθισιό ουδέτερο
- το να κάθεται κανείς και να μην κάνει τίποτα παραγωγικό· αναφέρεται τόσο στην ξεκούραση όσο και στην αδράνεια, την τεμπελιά