sinapis

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sinapis: → δείτε τη λέξη sinapi < αρχαία ελληνική σίναπι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /siˈnaː.pis/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sinapis θηλυκό

  1. (φυτό) μοφρή sinapi: σινάπι
  2. για το ταξινομικό γένος, δείτε Sinapis
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική sinapis sinapēs
γενική sinapis sinapium
δοτική sinapī sinapibus
αιτιατική sinapem sinapēs/sinapīs
κλητική sinapis sinapēs
αφαιρετική sinape sinapibus
(γ' κλίση)
η αιτιατική ενικού & sinapim
η αφαιρετική ενικού & sinapi