sinapis
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- sinapis: → δείτε τη λέξη sinapi < αρχαία ελληνική σίναπι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /siˈnaː.pis/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sinapis θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία]| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | sinapis | sinapēs |
| γενική | sinapis | sinapium |
| δοτική | sinapī | sinapibus |
| αιτιατική | sinapem | sinapēs/sinapīs |
| κλητική | sinapis | sinapēs |
| αφαιρετική | sinape | sinapibus |
η αφαιρετική ενικού & sinapi | ||
Πηγές
[επεξεργασία]- sinapis, sinapi - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.