stamp

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
stamp stamps

stamp (en)

  1. χτύπημα του ποδιού
  2. σφραγίδα
  3. το γραμματόσημο ή άλλο παρόμοιο αντικείμενο (χαρτόσημο, ένσημο κλπ)
ενεστώτας stamp
γ΄ ενικό ενεστώτα stamps
αόριστος stamped
παθητική μετοχή stamped
ενεργητική μετοχή stamping

stamp (en)

  • χτυπάω με το πόδι
    they were stamping their feet
    χτυπούσαν τα πόδια