Μετάβαση στο περιεχόμενο

sting

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sting stings

sting (en)

  1. το κεντρί, οξύ όργανο εντόμων
    παράδειγμα  the sting of the bee - το κεντρί της μέλισσας
     συνώνυμα: stinger
  2. το τσίμπημα, ένα τραύμα που γίνεται όταν κάτι με τσιμπάει
    παράδειγμα  wasp stings - τσιμπήματα από σφήκες
    παράδειγμα  She is allergic to bee stings.
    Τα τσιμπήματα των μελισσών τής έφεραν αλλεργία.

Σύνθετα

[επεξεργασία]
ενεστώτας sting
γ΄ ενικό ενεστώτα stings
αόριστος stung
παθητική μετοχή stung
ενεργητική μετοχή stinging
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

sting (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) τσιμπάω, κεντρίζω, καίω, για ένα έντομο ή φυτό, αγγίζει το δέρμα μου ή του κάνει μια πολύ μικρή τρύπα ώστε να νιώθω οξύ πόνο
    παράδειγμα  I was stung by a wasp/by a scorpion.
    Με τσίμπησε μια σφήκα/ένας σκορπιός.
    παράδειγμα  A wasp stung me.
    Με κέντρισε μια σφήκα.
    παράδειγμα  The nettles stung my legs.
    Οι τσουκνίδες μου έκαψαν τα πόδια.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) καίω, νιώθω, ή κάνω κάποιον να νιώσει, έναν οξύ πόνο σε ένα μέρος του σώματός του
    παράδειγμα  His cheek still stung from the slap.
    Το μάγουλό του ακόμα έκαιγε από το χαστούκι.
    παράδειγμα  My eyes are stinging.
    Με καίνε τα μάτια μου.
  3. (μεταβατικό) καίω, κάνω κάποιον να νιώσει θυμό ή αναστάτωση
    παράδειγμα  His words still sting me.
    Με καίνε ακόμα τα λόγια του.