sting
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sting | stings |
sting (en)
- (μετρήσιμο) το κεντρί, οξύ όργανο εντόμων
- (μετρήσιμο) το τσίμπημα, ένα τραύμα που γίνεται όταν κάτι με τσιμπάει
- ↪ wasp stings - τσιμπήματα από σφήκες
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | sting |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stings |
αόριστος | stung |
παθητική μετοχή | stung |
ενεργητική μετοχή | stinging |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
sting (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τσιμπάω, κεντρίζω, καίω, για ένα έντομο ή φυτό, αγγίζει το δέρμα μου ή του κάνει μια πολύ μικρή τρύπα ώστε να νιώθω οξύ πόνο
- ↪ I was stung by a wasp/by a scorpion.
- Με τσίμπησε μια σφήκα/ένας σκορπιός.
- ↪ A wasp stung me.
- Με κέντρισε μια σφήκα.
- ↪ The nettles stung my legs.
- Οι τσουκνίδες μου έκαψαν τα πόδια.
- ↪ I was stung by a wasp/by a scorpion.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καίω, νιώθω, ή κάνω κάποιον να νιώσει, έναν οξύ πόνο σε ένα μέρος του σώματός του
- ↪ His cheek still stung from the slap.
- Το μάγουλό του ακόμα έκαιγε από το χαστούκι.
- ↪ My eyes are stinging.
- Με καίνε τα μάτια μου.
- ↪ His cheek still stung from the slap.
- (μεταβατικό) καίω, κάνω κάποιον να νιώσει θυμό ή αναστάτωση
- ↪ His words still sting me.
- Με καίνε ακόμα τα λόγια του.
- ↪ His words still sting me.
Πηγές[επεξεργασία]
- sting (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- sting (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 399-400, 443, 901, 901-902. ISBN 9780194325684., λήμμα: καίω, κεντρίζω, τσίμπημα, τσιμπώ