sting
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sting | stings |
sting (en)
- το τσίμπημα
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | sting |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stings |
αόριστος | stung |
παθητική μετοχή | stung |
ενεργητική μετοχή | stinging |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
sting (en)