stirps

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

stirps < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

stirps (la) θηλυκό

  1. (για φυτά, δέντρα) ρίζα
  2. (για ανθρώπους) καταγωγή

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική stirps stirpēs
γενική stirpis stirpum
δοτική stirpī stirpibus
αιτιατική stirpem stirpēs
κλητική stirps stirpēs
αφαιρετική stirpe stirpibus
(γ' κλίση)

Πηγές[επεξεργασία]