stirps
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- stirps < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stirps (la) θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stirps | stirpēs |
γενική | stirpis | stirpum |
δοτική | stirpī | stirpibus |
αιτιατική | stirpem | stirpēs |
κλητική | stirps | stirpēs |
αφαιρετική | stirpe | stirpibus |
Πηγές[επεξεργασία]
- stirps - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.