tightly
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | tightly |
συγκριτικός | more tightly |
υπερθετικός | most tightly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]tightly (en)
- αυστηρά, χωρίς επιείκεια
- σφιχτά, με δυνατό κράτημα
- σφιχτά, ερμητικά, χωρίς ενδιάμεσα κενά
He shut the door tightly to keep the cold out.
- Έκλεισε την πόρτα σφιχτά για να μην μπει κρύο.
The passengers were packed tightly inside the bus.
- Οι επιβάτες ήταν στριμωγμένοι σφιχτά μέσα στο λεωφορείο.
She put the food in tightly sealed Tupperware.
- Έβαλε το φαγητό σε ερμητικά κλειστό τάπερ.
He sealed the bag tightly with sticky tape.
- Σφράγισε καλά τη σακούλα με κολλητική ταινία.