tightly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | tightly |
συγκριτικός | more tightly |
υπερθετικός | most tightly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]tightly (en)
- αυστηρά, χωρίς επιείκεια
- σφιχτά, με δυνατό κράτημα
- σφιχτά, χωρίς ενδιάμεσα κενά
- ⮡ He shut the door tightly to keep the cold out.
- Έκλεισε την πόρτα σφιχτά για να μην μπει κρύο.
- ⮡ The passengers were packed tightly inside the bus.
- Οι επιβάτες ήταν στριμωγμένοι σφιχτά μέσα στο λεωφορείο.
- ⮡ He shut the door tightly to keep the cold out.