tightly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός tightly
συγκριτικός more tightly
υπερθετικός most tightly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tightly < tight + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

tightly (en)

  1. αυστηρά, χωρίς επιείκεια
    ⮡  The project’s finances are tightly controlled.
    Τα οικονομικά του έργου ελέγχονται αυστηρά.
     συνώνυμα: strictly
  2. σφιχτά, με δυνατό κράτημα
    ⮡  I tied it tightly so it wouldn’t come lose.
    Το έδεσα σφιχτά για να μη λυθεί.
    ⮡  She hugged him tightly before leaving.
    Τον αγκάλιασε σφιχτά πριν φύγει.
     συνώνυμα: tight
  3. σφιχτά, χωρίς ενδιάμεσα κενά
    ⮡  He shut the door tightly to keep the cold out.
    Έκλεισε την πόρτα σφιχτά για να μην μπει κρύο.
    ⮡  The passengers were packed tightly inside the bus.
    Οι επιβάτες ήταν στριμωγμένοι σφιχτά μέσα στο λεωφορείο.