trickle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
trickle | trickles |
trickle (en)
- η στάλα, μια μικρή ποσότητα υγρού που ρέει αργά
- ⮡ trickles of wax/paint - στάλες κερί/μπογιά
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | trickle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | trickles |
αόριστος | trickled |
παθητική μετοχή | trickled |
ενεργητική μετοχή | trickling |
trickle (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) στάζω λίγο, ρίχνω σε σταγόνες, κυλάω αργά σε ένα λεπτό ρυάκι
- ⮡ Blood was still trickling from his nose.
- Έσταζε ακόμα λίγο αίμα από τη μύτη του.
- ⮡ A puddle of water trickling from the ceiling had formed in front of her.
- Μπροστά της είχε σχηματιστεί από το νερό που έσταζε από την οροφή μια λιμνούλα.
- ⮡ I trickled some oil into the lock.
- Έσταξα λάδι στην κλειδαριά.
- ⮡ Trickle a little bit of olive oil over the salad.
- Ρίξτε λίγο ελαιόλαδο πάνω στη σαλάτα.
- ⮡ Tears were trickling down her face.
- Δάκρυα κυλούσαν αργά στο πρόσωπό της.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη drizzle
- ⮡ Blood was still trickling from his nose.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πάω κάπου σιγά-σιγά
- ⮡ People began to trickle out of the theater.
- Οι άνθρωποι άρχισαν να βγαίνουν λίγοι-λίγοι από το θέατρο.
- ⮡ People began to trickle out of the theater.