trickle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
trickle trickles

trickle (en)

  • η στάλα, μια μικρή ποσότητα υγρού που ρέει αργά
    trickles of wax/paint - στάλες κερί/μπογιά
ενεστώτας trickle
γ΄ ενικό ενεστώτα trickles
αόριστος trickled
παθητική μετοχή trickled
ενεργητική μετοχή trickling

trickle (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) στάζω λίγο, ρίχνω σε σταγόνες, κυλάω αργά σε ένα λεπτό ρυάκι
    Blood was still trickling from his nose.
    Έσταζε ακόμα λίγο αίμα από τη μύτη του.
    A puddle of water trickling from the ceiling had formed in front of her.
    Μπροστά της είχε σχηματιστεί από το νερό που έσταζε από την οροφή μια λιμνούλα.
    I trickled some oil into the lock.
    Έσταξα λάδι στην κλειδαριά.
    Trickle a little bit of olive oil over the salad.
    Ρίξτε λίγο ελαιόλαδο πάνω στη σαλάτα.
    Tears were trickling down her face.
    Δάκρυα κυλούσαν αργά στο πρόσωπό της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη drizzle
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) πάω κάπου σιγά-σιγά
    People began to trickle out of the theater.
    Οι άνθρωποι άρχισαν να βγαίνουν λίγοι-λίγοι από το θέατρο.