unnaturally

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός unnaturally
συγκριτικός more unnaturally
υπερθετικός most unnaturally

Ετυμολογία [επεξεργασία]

unnaturally < un- + naturally ή unnatural + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

unnaturally (en)

  • αφύσικα, παρά φύση, με τρόπο διαφορετικό από αυτό που είναι φυσιολογικό ή αναμενόμενο
    The heat this year is unnaturally high.
    Η ζέστη εφέτος είναι αφύσικα υψηλή.
    He is unnaturally tall/fat.
    Είναι παρά φύση ψηλός/χοντρός.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unusually

Πηγές[επεξεργασία]