vacant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

vacant (en)

  1. άδειος, κενός, μη κατειλημμένος
    there were no vacant rooms in the hotel - δεν υπάρχουν άδεια δωμάτια στο ξενοδοχείο
  2. κενός (που δεν δείχνει κάποιο σημάδι ενδιαφέροντος)
    a vacant stare - λείπει η μετάφραση

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /va.kɑ̃/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vacant vacants
θηλυκό vacante vacantes

vacant (fr)

  1. κενός