vacant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vacant (en)
- άδειος, κενός, μη κατειλημμένος
- ⮡ there were no vacant rooms in the hotel - δεν υπάρχουν άδεια δωμάτια στο ξενοδοχείο
- κενός (που δεν δείχνει κάποιο σημάδι ενδιαφέροντος)
- ⮡ a vacant stare - → λείπει η μετάφραση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vacant | vacants |
θηλυκό | vacante | vacantes |
vacant (fr)