virgo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Virgo

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

virgo < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

virgo (la) θηλυκό

  1. παρθένος
  2. νεαρό κορίτσι

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική virgo virgĭnēs
γενική virgĭnis virgĭnum
δοτική virgĭnī virgĭnibus
αιτιατική virgĭnem virgĭnēs
κλητική virgo virgĭnēs
αφαιρετική virgĭne virgĭnibus
(γ' κλίση)

Πηγές[επεξεργασία]