wartość

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική wartość wartości
γενική wartości wartości
δοτική wartości wartościom
αιτιατική wartość wartości
οργανική wartością wartościami
τοπική wartości wartościach
κλητική wartości wartości

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈvartɔɕʨ̑/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wartość (pl) θηλυκό

  1. αξία
    • te zdjęcia mają wartość historyczną - αυτές οι φωτογραφίες έχουν ιστορική αξία
    • banknot o wartości 50 złotych - χαρτονόμισμα αξίας 50 ζλότι
    • człowiek bez wartości - άνθρωπος χωρίς αξίες
  2. τιμή (με την έννοια της ποσοτικής αξίας)
    • w tym drugim przypadku przyspieszenie przybiera wartości ujemne - σε αυτό το δεύτερο παράδειγμα η επιτάχυνση παίρνει αρνητικές τιμές

Συγγενικά

[επεξεργασία]