wartość
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | wartość | wartości |
γενική | wartości | wartości |
δοτική | wartości | wartościom |
αιτιατική | wartość | wartości |
οργανική | wartością | wartościami |
τοπική | wartości | wartościach |
κλητική | wartości | wartości |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]wartość (pl) θηλυκό
- αξία
- te zdjęcia mają wartość historyczną - αυτές οι φωτογραφίες έχουν ιστορική αξία
- banknot o wartości 50 złotych - χαρτονόμισμα αξίας 50 ζλότι
- człowiek bez wartości - άνθρωπος χωρίς αξίες
- τιμή (με την έννοια της ποσοτικής αξίας)
- w tym drugim przypadku przyspieszenie przybiera wartości ujemne - σε αυτό το δεύτερο παράδειγμα η επιτάχυνση παίρνει αρνητικές τιμές