well-built

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός well-built
συγκριτικός better-built / more well-built
υπερθετικός best-built / most well-built

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
well-built < well + built

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌwel ˈbɪlt/

Επίθετο

[επεξεργασία]

well-built (en)

  1. (για αντικείμενα ή κτίρια) που έχει κατασκευαστεί καλά ώστε να διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα
  2. ο εύρωστος, ο γεροδεμένος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]