Μετάβαση στο περιεχόμενο

well-informed

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός well-informed
συγκριτικός better-informed / more well-informed
υπερθετικός best-informed / most well-informed

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
well-informed < well + informed

Επίθετο

[επεξεργασία]

well-informed (en)

  • θαυμάσια ενημερωμένος, διαβασμένος
      He is well-informed.
    Είναι θαυμάσια ενημερωμένος.
      I’m not well-informed about Greek politics.
    Δεν είμαι ενημερωμένη στα πολιτικά της Ελλάδας.
      He is well-informed and smart.
    Αυτός είναι διαβασμένος και έξυπνος.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη learned
     αντώνυμα: ill-informed