wnętrze
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | wnętrze | wnętrza |
γενική | wnętrza | wnętrz |
δοτική | wnętrzu | wnętrzom |
αιτιατική | wnętrze | wnętrza |
οργανική | wnętrzem | wnętrzami |
τοπική | wnętrzu | wnętrzach |
κλητική | wnętrze | wnętrza |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wnętrze (pl) ουδέτερο