wrinkled
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | wrinkled |
συγκριτικός | more wrinkled |
υπερθετικός | most wrinkled |
wrinkled (en)
- ρυτιδωμένος, που έχει ρυτίδες
- ↪ a wrinkled face - ρυτιδωμένο πρόσωπο
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
wrinkled (en)