Μετάβαση στο περιεχόμενο

wrinkled

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός wrinkled
συγκριτικός more wrinkled
υπερθετικός most wrinkled

wrinkled (en)

  • ρυτιδωμένος, που έχει ρυτίδες
      a wrinkled face - ρυτιδωμένο πρόσωπο

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

wrinkled (en)