wrinkled
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | wrinkled |
συγκριτικός | more wrinkled |
υπερθετικός | most wrinkled |
wrinkled (en)
- ρυτιδωμένος, που έχει ρυτίδες
- ⮡ a wrinkled face - ρυτιδωμένο πρόσωπο
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]wrinkled (en)