wskazówka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | wskazówka | wskazówki |
γενική | wskazówki | wskazówek |
δοτική | wskazówce | wskazówkom |
αιτιατική | wskazówkę | wskazówki |
οργανική | wskazówką | wskazówkami |
τοπική | wskazówce | wskazówkach |
κλητική | wskazówko | wskazówki |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fskaˈzufka/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wskazówka (pl) θηλυκό