wskazówka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική wskazówka wskazówki
γενική wskazówki wskazówek
δοτική wskazówce wskazówkom
αιτιατική wskazów wskazówki
οργανική wskazów wskazówkami
τοπική wskazówce wskazówkach
κλητική wskazówko wskazówki

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fskaˈzufka/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

wskazówka (pl) θηλυκό

  1. ο δείκτης, το κινητό εξάρτημα σε όργανο μετρήσεως
  2. η οδηγία, η υπόδειξη