ząb
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ząb | zęby |
γενική | zęba | zębów |
δοτική | zębowi | zębom |
αιτιατική | ząb | zęby |
οργανική | zębem | zębami |
τοπική | zębie | zębach |
κλητική | zębie | zęby |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ząb (pl) αρσενικό
- το δόντι
- οστό της κοιλότητας του στόματος
- αιχμηρή προεξοχή