zainteresowanie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική zainteresowanie zainteresowania
γενική zainteresowania zainteresowań
δοτική zainteresowaniu zainteresowaniom
αιτιατική zainteresowanie zainteresowania
οργανική zainteresowaniem zainteresowaniami
τοπική zainteresowaniu zainteresowaniach
κλητική zainteresowanie zainteresowania

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌzajĩntɛrɛsɔˈvãɲɛ/
 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

zainteresowanie (pl) < zainteresować

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

zainteresowanie (pl) ουδέτερο