Βουνιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βουνιώτισσα < Βουνιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vuˈɲo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βου‐νιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βουνιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Βουνιώτης
- προσωνυμία της Παναγίας σε μονή στη Χίο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- βουνιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Βουνό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βουνιώτης
Βουνιώτισσα
|