Γκαμπονέζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γκαμπονέζος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γκαμπονέζος αρσενικό (θηλυκό Γκαμπονέζα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από τη Γκαμπόν ή έχει την αντίστοιχη υπηκοότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Γκαμπονέζος
|