ξυπνώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ iwiki +en:ξυπνώ |
συγγ,σπασιμο μτφρ |
||
Γραμμή 16: | Γραμμή 16: | ||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
* [[έξυπνος]] |
* [[έξυπνος]] |
||
* [[ |
* [[ξύπνημα]] |
||
* [[ξυπνητήρι]] |
|||
* [[ξυπνητός]] |
* [[ξυπνητός]] |
||
* [[ξυπνητούρια]] |
|||
* [[ξύπνιος]] |
|||
* [[ξύπνος]] |
|||
* [[ξυπνός]] |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή|ξυπνώ κάποιον}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|awake}} |
* {{en}} : {{τ|en|awake}} |
||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
||
Γραμμή 26: | Γραμμή 31: | ||
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|XXX}} --> |
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|XXX}} --> |
||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} --> |
||
* {{fr}} : |
* {{fr}} : {{τ|fr|réveiller}} |
||
<!-- * {{de}} : {{τ|de|XXX}} --> |
<!-- * {{de}} : {{τ|de|XXX}} --> |
||
{{μτφ-μέση}} |
{{μτφ-μέση}} |
||
* {{eo}} : {{τ|eo|veki |
* {{eo}} : {{τ|eo|veki}} |
||
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} --> |
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} --> |
||
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|XXX}} --> |
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|XXX}} --> |
||
Γραμμή 50: | Γραμμή 55: | ||
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|XXX}} --> |
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|XXX}} --> |
||
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} --> |
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} --> |
||
* {{pl}} : {{τ|pl|budzić}} |
|||
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|XXX}} --> |
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|XXX}} --> |
||
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} --> |
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} --> |
||
Γραμμή 64: | Γραμμή 69: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{μτφ-αρχή|ξυπνώ εγώ ο ίδιος}} |
|||
* {{fr}} : se {{τ|fr|réveiller}} |
|||
* {{eo}} : {{τ|eo|vekiĝi}} |
|||
{{μτφ-μέση}} |
|||
* {{pl}} : {{τ|pl|budzić się}} |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
|||
{{κλείδα ταξινόμησης|ξυπνω}} |
{{κλείδα ταξινόμησης|ξυπνω}} |
||
Αναθεώρηση της 13:20, 17 Οκτωβρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξυπνώ < μεσαιωνική ελληνική και ελληνιστική ἐξυπνῶ < ἐξ +ὕπνος
Ρήμα
ξυπνώ
- (μεταβατικό) διακόπτω τον ύπνο κάποιου
- θα ξυπνήσεις το μωρό με τις φωνές σου
- (αμετάβατο) σταματώ να κοιμάμαι
- αύριο θα ξυπνήσω νωρίς
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) αφυπνίζω κάποιον που ζει με ψευδαισθήσεις, σε μια ονειρική πραγματικότητα ή είναι αδρανής
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) σταματώ να έχω ψευδαισθήσεις, να ζω σε μια ονειρική πραγματικότητα ή να είμαι αδρανής, αφυπνίζομαι
- ξύπνα επιτέλους, η ζωή αλλάζει
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ξυπνώ κάποιον
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ξυπνω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ξυπνώ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ξυπνω».